βουτυράτος

βουτυράτος
-η, -ο
1. αυτός που περιέχει βούτυρο («βουτυράτος μπακλαβάς», «βουτυράτα παξιμάδια» κ.λπ.)
2. εύχυμος και μαλακός σαν βούτυρο («αχλάδια βουτυράτα», «μπιζέλια βουτυράτα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουτυράτος — η, ο 1. αυτός που γίνεται με βούτυρο: Μ’ αρέσουν πολύ τα βουτυράτα κουλουράκια. 2. αυτός που έχει γεύση βουτύρου: Τρώει όλο βουτυράτα τυριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυρένιος, -ια, -ιο — ο βουτυράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που προσομοιάζει στην υφή με βούτυρο, βουτυράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”